παρκέ

παρκέ
Μικρά, πλανισμένα κομμάτια ξύλου που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή δαπέδων. Με την ίδια ονομασία χαρακτηρίζεται και το δάπεδο που γίνεται από τέτοια ξύλα. Το π. διακρίνεται για την ανθεκτικότητά του και τις μονωτικές του ιδιότητες σε ήχο και θερμότητα. Γίνεται συνήθως από σκληρά ξύλα, όπως η δρυς, η οξιά, ο σφένδαμος, η σημύδα και η φτελιά. Σε πολυτελείς χώρους χρησιμοποιείται καρυδιά και μαόνι. Τύποι π. χρησιμοποιούνται σήμερα πολλοί. Ο όρος π. προέρχεται από τα γαλλικά (parquet) και αρχικά σήμαινε τον μικρό κλειστό χώρο. Την περίοδο από τον 14o αι. έως τον 17o αι. ονομαζόταν έτσι ένα μέρος μιας αίθουσας των ανακτόρων στρωμένο με χαλί, όπου γίνονταν οι ακροάσεις του βασιλιά. Toν 17o αι. το χαλί αντικαταστάθηκε από μια ξύλινη επιφάνεια, φτιαγμένη από μικρά ξύλα. Στο τέλος του 18ου αι., κατασκευάστηκαν στα ανάκτορο, πολύχρωμα π. από μαόνι, ροδόξυλο και έβενο, που διακρίνονταν για τα περίπλοκα σχέδιά τους.
* * *
ή παρκέτο, το
λείο σανίδωμα, επένδυση δαπέδου δωματίων και αιθουσών με λείες και κανονικά διαστρωμένες και συναρμοσμένες μικρές, λεπτές σανίδες από εκλεκτό σκληρό ξύλο δρυός, καστανιάς, πεύκου ή ελάτου και σπανιότερα οξιάς με τυποποιημένες διαστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parquet < parc «πάρκο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρκέ — και παρκέτο το (λ. γαλλ.) 1. δάπεδο φτιαγμένο με μικρά τεμάχια επεξεργασμένου ξύλου: Τα πατώματα τα κάναμε παρκέ, γιατί το μάρμαρο ήταν πολυδάπανο. 2. γυάλισμα του ξύλινου δαπέδου, στίλβωμα: Σήμερα έκαμα παρκέ και κουράστηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρκέτο — το το παρκέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. parch etto (πρβλ. παρκέ)] …   Dictionary of Greek

  • καστάνια — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • καστανιά — Δέντρο της οικογένειας των φαγκιδών (δικοτυλήδονα). Αποτελεί μέρος της δασικής χλωρίδας των θερμών ζωνών της Ευρώπης. Κατάγεται πιθανώς από τον μεσογειακό χώρο και ήταν γνωστή από την αρχαιότητα με την ονομασία Διός βάλανον. Στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • παρκετάρω — 1. επιστρώνω το δάπεδο δωματίων ή αιθουσών με παρκέτο 2. γυαλίζω το παρκέτο με παρκετίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parqueter < parquet (βλ. λ. παρκέ)] …   Dictionary of Greek

  • παρκετέζα — η ηλεκτρική μηχανή με την οποία γίνεται το γυάλισμα τού παρκέτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parqueteuse (< parquet), βλ. λ. παρκέ] …   Dictionary of Greek

  • παρκετίνη — η ειδική στερεά αλοιφή ή υγρό για το γυάλισμα παρκέτου ή μωσαϊκού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρκέ + κατάλ. ίνη] …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Μαδρίτη — (Madrid). Πόλη (2.882.860 κάτ. το 2000) και πρωτεύουσα της Ισπανίας, καθώς και της ομώνυμης αυτόνομης περιοχής (8.028 τ. χλμ., 5.372.433 κάτ. το 2000) στη Νέα Καστίλη. Η πόλη, που δεσπόζει στο κέντρο της Ιβηρικής χερσονήσου, στους πρόποδες της… …   Dictionary of Greek

  • μπάσκετ-μπολ ή καλαθοσφαίριση — Ομαδική αθλοπαιδιά που διεξάγεται μέσα σε προκαθορισμένα χρονικά όρια, κατά τα οποία οι δύο αντιμέτωπες ομάδες, ενώ κάθε μια προστατεύει ένα ειδικό καλάθι, προσπαθούν να στείλουν με τα χέρια μια μπάλα στο καλάθι της αντίπαλης ομάδας. Κάθε φορά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”